-
1 υγιαινω
1) быть здоровым Her., Plat.ὑγιάνας καὴ σωθείς Dem. — здоровый и невредимый;
ὑγιαίνων Lys., Xen., Plut. — здравый;2) (тж. ὑ. τὰς φρένας Her. или τέν διάνοιαν Plut.) быть душевно здоровымὑγιαίνεις μέν ; Arph. — да ты в своем уме?
3) перен. быть здоровым, нормальным(ὑγιαίνων βίος, πολιτεία ὑγιαίνουσα Plut.)
4) быть здравым, рассудительным, разумным, трезвымὑγιαίνουσαι περί τι δόξαι Plut. — здравые мнения о чем-л.
См. также в других словарях:
υγιαίνω — ὑγιαίνω, ΝΜΑ [ὑγιής] 1. είμαι υγιής, χαρακτηρίζομαι από άρτια, φυσιολογική λειτουργία τών διαφόρων μερών τού σώματός μου, είμαι γερός 2. (το β εν. πρόσ. και στη νεοελλ. και το β πληθ. προστ.) υγίαινε και υγιαίνετε προσφώνηση από κάποιον που πίνει … Dictionary of Greek